Super Team

 

logo_allpages2


 

 kafe aman lakkos

 

ΤΟ ΚΑΦΕ ΑΜΑΝ ΤΟΥ ΛΑΚΚΟΥ

Ο Λάκκος

-       Σα να ήταν χτες, μονολογεί. Ο μουζεΐνης από το Βαλτέ

-       Καφετζή, βάλε μια ρακί. Κέρασε και την παρέα!

-       Έφτασε! απαντά ο καφετζής.

-       Σ’ υγεία! Πέρασαν τόσα χρόνια. Όλα άλλαξαν. Δεν ξέρω πια κανέναν. Εδώ στο Λάκκο μεγάλωσα και έζησα τα δύσκολα χρόνια από το 1910 ως το 1928. Μετά έφυγα στην Αθήνα. Τώρα που ξαναγύρισα σκαλίζω τις αναμνήσεις μου. Να, τις γράφω εδώ σε αυτό το τετράδιο για να τις αφήσω σε σας, τους ανθρώπους του μέλλοντος, όπως έκανε και ο Μανώλης Δερμιτζάκης. Αυτός έγραψε σε δύο βιβλία όσα θυμόταν από το παλιό Κάστρο, πέρυσι και φέτος, το 1963. Εμένα μου αρέσει να γράφω εδώ στον καφενέ. Εδώ στον τόπο μου κάνω πόλεμο στη λησμονιά, αναζητώ τη φωτεινή και σκοτεινή ύπαρξή μου…

-       Με λένε Μηνά και γεννήθηκα στο Λάκκο. Πατέρα δε γνώρισα. Μόνο τη μάνα μου είχα, την Ασημίνα, που ποτέ δεν την είπαν κυρία. Αυτή δούλευε όλη μέρα σε ένα μαγαζί της συνοικίας και γυρνούσε το βράδυ στο σπίτι. Εγώ έμενα στα Καλυβάκια με την κυρά Φρόσω, μια φτωχιά γυναίκα που καθάριζε τα σπίτια στο Λάκκο και έκανα παρέα με τα παιδιά της γειτονιάς. Οι μυρωδιές από το φαγητό, τα βραστά κουκιά, τις λαψανόβρουβες, σπάνια από τον τηγανητό μπακαλιάρο και μια αξέχαστη φορά από ένα λαγό στιφάδο γέμιζαν τον αέρα. ...................................................

-       Τα μεγάλα προβλήματα όμως άρχισαν μετά που πήγα στο σχολείο. Εκεί τα παιδιά με κορόιδευαν, γιατί δεν είχα πατέρα και μου φώναζαν: «Μηνάς, αγνώστου πατρός»! Το είχαν ακούσει μια φορά από τη δασκάλα. Το είπα στη μάνα μου και μου απάντησε ότι τα παιδιά ήθελαν να πουν: άγνωστη η διεύθυνση του πατρός. 

-      

-       Κάθε μέρα ρωτούσα τη μάνα μου που ήταν ο πατέρας μου κι αυτή μου απαντούσε πως ήταν ναυτικός και ταξίδευε γι’ αυτό έλειπε συνέχεια. Από τότε κάθε μέρα πήγαινα στο λιμάνι και έβλεπα τα καράβια στον Κούλε μήπως φανεί ο πατέρας μου. Αλλά τίποτα! Όταν γυρνούσα στο σπίτι περνούσα από την πλατεία του Λάκκου και παρηγοριόμουν βλέποντας και ακούγοντας τον πλανόδιο λατερνατζή με την ανθοστολισμένη λατέρνα του και τη φωτογραφία της μοιραίας Ανδαλούσας.

       

-      

Το Πανάνειο

-       Μια μέρα πήγα στο μαγαζί που δούλευε η μάνα μου και είδα γυναίκες φτιασιδωμένες με τα βυζιά έξω. Μόλις έφτασα στην πόρτα ένας γεροδεμένος μουστακαλής έβγαινε βιαστικός. Μου τσίμπησε το μάγουλο, με ρώτησε τι γυρεύω εκεί και έφυγε. Τότε μια γριά φώναξε τη μάνα μου να βγει έξω να με μαζέψει.

-       Συγγνώμη, μαντάμ Μιμή, δικαιολογήθηκε η μάνα μου και με πήρε από το χέρι σέρνοντάς με ως το σπίτι και με παρέδωσε στην κυρά Φρόσω. Και οι δύο με μάλωσαν και μου είπαν να μην ξαναπάω στο μαγαζί. Όταν έφυγε η μάνα μου ρώτησα την κυρά Φρόσω τι δουλειά έκανε η μάνα μου και αυτή μου απάντησε πως κρατούσε συντροφιά σε κυρίους. Προσώρας η απάντηση με έπεισε και δεν ξαναείπα τίποτα, την αλήθεια όμως την έμαθα λίγο καιρό αργότερα όταν η μάνα μου αρρώστησε και μπήκε στο τμήμα Λοιμωδών Νόσων του Πανανείου. Είχε κολλήσει ένα αφροδίσιο και την κράτησαν για θεραπεία. Ήμουν παρών όταν η νοσοκόμα είπε στο γιατρό ότι η μάνα μου ήταν μια από αυτές που πουλούν το κορμί τους στο Λάκκο.

                   

.                          Ιστορία του Λάκκου

      

-       Όταν μεγάλωσα λιγάκι και καταλάβαινα κάτι παραπάνω η μάνα μου τα βράδια μου μιλούσε για τον εαυτό της και για τα κορίτσια του Λάκκου. Η Ασημίνα το Ροδιτάκι, όπως την έλεγαν, ήταν από τη Ρόδο και στα 18 την ξελόγιασε ένας ναυτικός από το Μεγάλο Κάστρο και της έταξε γάμο. Την έφερε στην Κρήτη, την άφησε έγκυο και την παράτησε. Στην αρχή δούλεψε σε ένα ραφτάδικο, αλλά δεν τα έβγαζε πέρα και μόλις γέννησε μια γνωστή της είπε για τα σπίτια του Λάκκου. Εκεί έπιασε αμέσως δουλειά…

-       Πολλά κορίτσια του Λάκκου ήταν φτωχές σταφιδούδες, δηλαδή εργάτριες στα εργοστάσια της σταφίδας του Κάστρου. Άλλες ήταν υπηρέτριες στα αρχοντόσπιτα των μεγαλοκυριών της πόλης, που είχαν έρθει για να βρουν δουλειά από τα χωριά και πουλούσαν το κορμί τους για να βγάλουν λίγα χρήματα παραπάνω. Ήταν και Σμυρνιές, Πολίτισσες, καθώς  και ξένες από την Ευρώπη που είχαν δουλέψει σε διάφορα λιμάνια όπως η Μασσαλία και η Γένοβα. Κάθε μια είχε την ιστορία της, αλλά εγώ προτιμούσα να ακούω την ιστορία του Λάκκου, όπως την έλεγε η μάνα μου. 

Το καφέ αμάν

       

-       Στην πλατεία του Λάκκου υπήρχε και ένα καλλιτεχνικό κέντρο διασκέδασης, το καφέ αμάν. Αυτό είχε ένα μικρό ξύλινο παλκοσένικο πάνω στο οποίο βρίσκονταν οι μουσικοί. Η ορχήστρα είχε βιολί, μπουζούκι, μπουλγαρί, ταμπουρά και αργότερα σαντούρι ή κανονάκι. Γνωστός μπουζουξής του Λάκκου ήταν ο μουστακαλής ντερβισόμαγκας Καρα-καντής που κατασκεύαζε μουσικά όργανα και κίβδηλα ζάρια. Τα σαρκιά και οι αμανέδες ήταν τα αγαπημένα ακούσματα  μαζί με τα  τσιφτετέλια και τα ζεϊμπέκικα. Το μαγαζί ήταν οργανωμένο με τραπέζια και καθίσματα. Τα κορίτσια που δούλευαν εκεί πηγαινοέρχονταν στα «σπίτια» του Λάκκου.

Η Λακκουδιανή

- Μετά το ’22 ήρθαν οι Μικρασιάτες. Θυμάμαι ακόμα όταν πρωτάκουσα ένα απτάλικο, τη Μανταλένα.

                         

Τότε άλλαξε το νταηλίκι. Οι καλντιριμιτζίδες έδωσαν τη θέση τους στους μάγκες, ντόπιους και Μικρασιάτες. Και όταν λέμε μάγκες, εννοούμε μαχαλόμαγκες που έγιναν γνωστοί στο Λάκκο για τον τρόπο ζωής τους που ήταν ίδιος με των καλντιριμιτζήδων. Καμιά φορά τους λέγανε και κουτσαβάκια. Το όνομα, λέει, το πήραν από τον καβγατζή δεκανέα του ιππικού Δημήτρη Κουτσαβάκη, που έδρασε την εποχή του Όθωνος. Βέβαια, οι αληθινοί κουτσαβάκηδες έζησαν στου Ψυρρή στην Αθήνα, στον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη και τη Σύρο πριν από 100 χρόνια. Στην Αθήνα τους καθάρισε ο Μπαϊρακτάρης στα 1897. Πάντως, εμείς τα μαγκόπαιδα  ευχαριστιόμασταν τους καβγάδες των νεόφερτων Μικρασιατών μαγκών με τους νταήδες του Λάκκου.

-       Εν τω μεταξύ εγώ είχα φτάσει τα 18 και είχα αρχίσει να καπνίζω και να τραβώ τις πρώτες μου τζούρες με χασίσι. Αγαπητικιά δεν είχα ακόμα γνωρίσει και η μάνα μου πρόσεχε να μην μου πάρει τα μυαλά καμιά ζωηρή Λακκουδιανή. Πάντως, μόλις έμαθε τα κατορθώματά μου μάζεψε ότι οικονομίες είχε και με έστειλε στην Αθήνα. Εκεί έβγαλα το νυχτερινό, δουλεύοντας στα εργοστάσια και έγινα δάσκαλος.

-       Πάντα όμως μου έλειπε ο Λάκκος. Ο Λάκκος που ήταν δίπλα στον Άγιο Ματθαίο, αυτή ήταν η εκκλησία για τους Λακκουδιανούς. Τελικά, η αμαρτία και η σωτηρία  ήταν πολύ κοντά, σε διπλανά σοκάκια. Οι Λακκουδιανοί δεν ήταν άγιοι. Ήταν άνθρωποι με τις αδυναμίες τους και τις αμαρτίες τους. Είχαν όμως έναν κώδικα τιμής και συμπεριφοράς, και είχαν φτιάξει έναν τρόπο ζωής με συγκεκριμένους κανόνες και ιεραρχία. Όλα αυτά τους επέτρεπαν να επιβιώνουν, να εργάζονται και να συνυπάρχουν.

-       Ταυτόχρονα, παρήγαγαν και πολιτισμό, και συγκεκριμένα μουσικοχορευτικό πολιτισμό, όπως ήταν την πρώτη περίοδο με τα ταξίμια, τα ταμπαχανιώτικα και τη λατέρνα, αλλά και τη δεύτερη περίοδο με τα Μικρασιάτικα και το γραμμόφωνο. Ο Λάκκος με την κοινωνική ανοιχτότητα του και την ανεκτικότητά του ήταν λιμάνι χωρίς να είναι λιμάνι, όπου έβρισκαν ψυχαγωγία και εργασία άνθρωποι από την ύπαιθρο, την πόλη, την Ελλάδα και το εξωτερικό. Πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι και τέτοια μέρη, όπως ο Λάκκος, διότι πάντα θα υπάρχει η καθώς πρέπει κοινωνία και το κοινωνικό περιθώριο με τις διάφορες μορφές του, ναρκωτικά, πορνεία, αναρχία, κ.ο.κ. Αυτά τα δύο αλληλοτροφοδοτούνται με την υποκρισία και την αδιαφορία των ευγενών αστών που ζητούν ανήθικες απολαύσεις, αλλά και την προσφορά αυτών των υπηρεσιών από τους κοινωνικά απόβλητους.

-       Γι’ αυτό και εγώ που έλειπα 30 τόσα χρόνια όταν κατηγορούν το Λάκκο τους απαντώ ότι σήμερα η κοινωνία είναι χειρότερη από το Λάκκο, διότι τώρα δεν υπάρχουν κώδικες τιμής και συμπεριφοράς, όλα είναι μια άγνωστη, απρόβλεπτη ζούγκλα. Ο καθένας για τον εαυτό του και όλοι για κανέναν. Εσείς οι άνθρωποι του μέλλοντος θα το ξέρετε καλύτερα. Να! δέστε τι γίνεται σήμερα, το 1963, μετά που σκοτώσανε τον Γρηγόρη Λαμπράκη. Κάθε μέρα έχουμε συλλαλητήρια, απεργίες, συγκρούσεις. Χωρισμένη η Ελλάδα στα δύο, δεξιοί και αριστεροί. Αλήθεια, ποιός κυβερνά αυτό τον τόπο; Αυτό είναι το ερώτημα του παρόντος και του μέλλοντος.

-       Μετά από τόσα χρόνια που πέρασαν, σε αυτή τη γωνιά, σε αυτό το καφενεδάκι συλλογιέμαι τη ματαιότητα που έχουν τα πράγματα και τα γεγονότα της ζωής που έζησα στο Λάκκο. Καταλαβαίνω ότι είναι εύκολη η κρίση, ειδικά η κακή κρίση όταν είσαι απέξω και δεν έχεις ζήσει πρόσωπα και καταστάσεις. Δεν δικαιολογώ τον πόνο που προκάλεσαν οι νταήδες ούτε την εκμετάλλευση που έζησαν οι βασανισμένες ψυχές του Λάκκου. Ξέρω ότι ο καθένας αγαπά τη συνήθεια και την αδράνεια, είναι ζήτημα αυτοσυντήρησης. Και εγώ είχα συνηθίσει το Λάκκο και την καθημερινότητά του. Ήταν τρόπος ζωής,  όχι αποτέλεσμα θεωρίας ή σκέψης. Νοσταλγώ τις καλές στιγμές και νιώθω έναν κόμπο στο λαιμό με τις κακές. Αυτή όμως ήταν η ζωή μου και την έζησα όπως μπορούσα. Γι’ αυτό μου λείπει η παλιά μου γειτονιά και θα ήθελα πολύ να ξανάβλεπα τα παιδιά της γειτονιάς μου, ακόμα και αυτά που με πειράζανε!